μύωμα

μύωμα
το
ιατρ. συν. στον πληθ. τα μυώματα
καλοήθεις μικροί όγκοι που σχηματίζονται από τον ιστό τού δέρματος σε γυναίκες προχωρημένης ηλικίας και οι οποίοι μερικές φορές εξαλλάσσονται σε κακοήθεις μορφές (λειομυοσαρκώματα και ραβδομυοσαρκώματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. myoma < μυς «μυς σώματος». Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Δ. Πετρίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδενο- — και αδεν α΄ συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το ουσ. ἀδήν ένος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα προς την αρχ. Ελληνική, όπου το ἀδενο ως α΄ συνθ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα… …   Dictionary of Greek

  • ινομύωμα — το καλοήθης όγκος που αποτελείται συγχρόνως από ινώδη και μυϊκό ιστό, συνήθως στη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibromyome < fibro < fibre «ίνα» + myome (πρβλ. μύωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ.… …   Dictionary of Greek

  • μυξομύωμα — το ιατρ. μύωμα που έχει υποστεί κατά τόπους βλεννώδη εκφύλιση …   Dictionary of Greek

  • μυωμεκτομή — η ιατρ. η χειρουργική αφαίρεση ενός μυώματος και κυρίως ινομυώματος τής μήτρας, χωρίς υστερεκτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myomectomy < μύωμα + εκτομή] …   Dictionary of Greek

  • ραβδομύωμα — το, Ν ιατρ. όγκος τών γραμμωτών μυών που συνήθως εντοπίζεται στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhabdomyoma (< ράβδος + μύωμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”