- μύωμα
- τοιατρ. συν. στον πληθ. τα μυώματακαλοήθεις μικροί όγκοι που σχηματίζονται από τον ιστό τού δέρματος σε γυναίκες προχωρημένης ηλικίας και οι οποίοι μερικές φορές εξαλλάσσονται σε κακοήθεις μορφές (λειομυοσαρκώματα και ραβδομυοσαρκώματα).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. myoma < μυς «μυς σώματος». Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Δ. Πετρίδη].
Dictionary of Greek. 2013.